- προμηθευτής
- fournisseur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
προμηθευτής — ο, θηλ. προμηθεύτρια και προμηθεύτρα, Ν 1. αυτός που προμηθεύει, που εφοδιάζει κάποιον με κάτι («προμηθευτής τής βασιλικής αυλής» τιμητικός τίτλος που απονεμόταν στους καταστηματάρχες από τους οποίους λάμβαναν προμήθειες οι υπηρεσίες τών… … Dictionary of Greek
προμηθευτής — ο θηλ. εύτρια αυτός που προμηθεύει, που εφοδιάζει κάποιον: Για τα κοινωφελή ιδρύματα υπάρχουν προμηθευτές των διάφορων ειδών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντήλερ — ο, η άκλ. άτομο που έχει ως επάγγελμα να αγοράζει σε μεγάλες ποσότητες διάφορα προϊόντα και να τά πουλάει αφού προηγουμένως τά παρουσιάσει σε σπίτια, μεταπωλητής, προμηθευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dealer «προμηθευτής» < deal «διαπραγματεύομαι,… … Dictionary of Greek
Busianis — Jorgos Busianis, eigentlich Georgios Bouzianis Γιώργος Μπουζιάνηςς, (* 1883 oder 1885; † 1959) war ein griechischer Maler des Expressionismus. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Ausstellungen 4 Literatur … Deutsch Wikipedia
Jorgos Busianis — Jorgos (George) Busianis (Γιώργος Μπουζιάνης, * 1883 oder 1885 in Athen; † Oktober 1959 ebenda; eigentlich Georgios Bouzianis) war ein griechischer Maler des Expressionismus. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Ausstellungen … Deutsch Wikipedia
Κομεκόν — (COMECON, COuncil for Mutual ECONomic Assistance). Αγγλοσαξονική συντομογραφία του Οικονομικού Συμβουλίου Αμοιβαίας Βοήθειας, οργανισμού που ίδρυσαν η πρώην Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) και οι σύμμαχοί της, δηλαδή η πρώην Ανατολική Γερμανία (από το… … Dictionary of Greek
ελαιοθέτης — ἐλαιοθέτης, ο (Α) (τίτλος ειδικού υπαλλήλου), ο προμηθευτής ή αποθηκάριος λαδιού … Dictionary of Greek
εξοπλιστής — ο [εξοπλίζω] 1. αυτός που εξοπλίζει 2. ο προμηθευτής τών απαραίτητων εφοδίων … Dictionary of Greek
επιπέμπω — (Α) [πέμπω] 1. στέλνω ξανά ή κατόπιν («ἐπιπέμποντος τοῦ Μαζάρεος ἀγγελίας... παρεσκευάζοντο», Ηρόδ.) 2. στέλνω σε κάποιον («εἰ ὦν θεός ἐστι ὁ ἐπιπέμπων», Ηρόδ.) 3. (για ποινή από τους θεούς) στέλνω πάνω σε κάποιον, εναντίον κάποιου («δεσμοὺς καὶ… … Dictionary of Greek
εφοδιαστής — ο (Α ἐφοδιαστής) [εφοδιάζω] νεοελλ. αυτός που παρέχει, που χορηγεί τα αναγκαία εφόδια, ο προμηθευτής, ο ανεφοδιαστής αρχ. 1. πιθ. περιηγητής, ταξιδιώτης 2. εισβολέας … Dictionary of Greek
ζαερτζής — και ζαερετζής, ο (Μ ζαερτζής και ζαερετζής) [ζαερές] προμηθευτής … Dictionary of Greek